- φλεγμός
- ὁ, Α1. φλογμός*2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἷμα»3. μτφ. το κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγμ- τού θ. βλ. λ. φλέγω) + κατάλ. -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλεγμός — blood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμόν — φλεγμός blood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CNECUS — Graece Κνῆκος, herbae nomen, quam Cartamum vocant officinae: Eius flos luteus sive croceus, semen vero candidum. Unde κνηκὸν mkodo pro luteo, modo pro albo colore, sumptum Graecis. Hesychius, Κνηκὸν τὸ κροκίζον χρῶμα ἐπὶ τȏυ ἄνθους, ὅτε δὲ ἐπὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek